- φαρετρήφορος
- -ον, Αβλ. φαρετροφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρετροφόρος — και φαρετρήφορος, ον, Α 1. αυτός που έχει φαρέτρα 2. (για σκουριά βέλους) αυτός που αναπτύσσεται μέσα σε φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + φόρος*] … Dictionary of Greek